- μακρύνω
- (αόρ. (ε)μάκρυνα, παθ. αόρ. μακρύνθηκα и εμακρύνθην) μετ.1) см. μακραίνω 1; 2) грам, удлинять (слог)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακρύνω — (AM μακρύνω) βλ. μακραίνω … Dictionary of Greek
μακρύνω — αμτβ., για τους χρόνους βλ. μακραίνω,1. κάνω κάτι μακρύ, επιμηκύνω: Μάκρυνε το παντελόνι του. 2. απομακρύνω, διώχνω κάποιον μακριά: (Απο)μάκρυνε τα παιδιά από τη φωτιά. 3. (γραμμ.), μετατρέπω μια συλλαβή σε μακρόχρονη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω … Dictionary of Greek
μακρυνίσκω — (Μ μακρυνίσκω) μακρύνω, επιμηκύνω μσν. 1. παρατείνω, καθυστερώ κάτι 2. (αμτβ.) δείχνω αναβλητικότητα, καθυστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού μακρύνω + θαμιστ. κατάλ. ίσκω] … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
μάκρυμα — και μάκρυσμα, το (Μ μάκρυμα[ν] και μάκρυσμα[ν]) [μακρύνω] 1. μήκυνση, επιμήκυνση 2. τοπική ή χρονική απομάκρυνση μσν. παράταση χρόνου, αναβολή … Dictionary of Greek
μακρυμός — μακρυμός, ὁ (Μ) [μακρύνω] απομάκρυνση, ξεμάκρεμα … Dictionary of Greek
μακρυσμός — μακρυσμός, ὁ (ΑM) [μακρύνω] απομάκρυνση … Dictionary of Greek
μακρύσιν — μακρύσιν, τὸ (Μ) μακρύ ξύλο, κυρίως το μακρύτερο από τα δύο ξύλα τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένο απρμφ. μέλλ. *μακρύσειν τού μακρύνω / μακρυνίσκω (πρβλ. κοντώσιν / κοντύσιν)] … Dictionary of Greek
μαντάτο — το (AM μανδᾱτον, Μ και μανδᾱτο και μαντᾱτο) διαταγή νεοελλ. 1. προμήνυμα («να μακρύνω απ την καρδιά τσ αγάπης τα μαντάτα, να δυσκολέψω τσ αφορμές οπού με τυραννούσι», Ερωτόκρ.) 2. ανακοίνωση, πληροφορία νεοελλ. μσν. αγγελία, είδηση, νέο («καλά… … Dictionary of Greek
μεμακρυσμένως — (Α) επίρρ. σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμακρυσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού ρήματος μακρύνω] … Dictionary of Greek